Ετυμολογία

επεξεργασία
minerai < minerois < mine

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /min.ʁɛ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
minerai minerais

minerai (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία