κοψίδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κοψίδι | τα | κοψίδια |
γενική | του | κοψιδιού | των | κοψιδιών |
αιτιατική | το | κοψίδι | τα | κοψίδια |
κλητική | κοψίδι | κοψίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοψίδι ουδέτερο
- (σπάνιο) ονομασία για κάθε μικρό κομμάτι που έχει κοπεί από ένα ολόκληρο αντικείμενο
- (ειδικότερα: γαστρονομία, οικείο) κομμάτι ψημένου κρέατος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κόβω