Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόβω τα ήπατα → δείτε τη λέξη κόβω, έκοψα, κόπηκαν (και όλους τους ρηματικούς τύπους)μ τα, ήπατα, πληθυντικός του ήπαρ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkovo ta ˈipata/

  Έκφραση επεξεργασία

κόβω τα ήπατα

Σημειώσεις επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη τρομάζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία