διάτμηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάτμηση | οι | διατμήσεις |
γενική | της | διάτμησης* | των | διατμήσεων |
αιτιατική | τη | διάτμηση | τις | διατμήσεις |
κλητική | διάτμηση | διατμήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διατμήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιάτμηση θηλυκό
- (φυσική), (είδος καταπόνησης) παραμόρφωση σώματος προς την πλευρά που υφίσταται καταπόνηση
Συγγενικά
επεξεργασία- διατμητικός
- → δείτε τις λέξεις τμήση και τέμνω