Ετυμολογία

επεξεργασία
κουρεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος κουρεύω

κουρεύομαι, αόρ.: κουρεύτηκα, μτχ.π.π.: κουρεμένος, (ενεργ.: κουρεύω)

Μεταφράσεις

επεξεργασία