Ετυμολογία

επεξεργασία
κουρεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος κουρεύω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kuˈɾe.vo.me/

κουρεύομαι, αόρ.: κουρεύτηκα, μτχ.π.π.: κουρεμένος, (ενεργ.: κουρεύω)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία