Ουσιαστικό

επεξεργασία

fleece (en)

  1. δέρμα, προβιά
  2. μαλλί (πρόβατου)
  3. είδος υφάσματος παρόμοιο με το βελούδο
  4. μπουφάν ή σακάκι με τέτοιο ύφασμα

fleece (en)

  1. κουρεύω πρόβατα
  2. γδέρνω, μαδώ, κλέβω