Ετυμολογία

επεξεργασία
μαδώ < (ελληνιστική κοινή) μαδάω, -ῶ (πέφτω (για μαλλιά), είμαι φαλακρός)

μαδώ, πρτ.: μαδούσα, στ.μέλλ.: θα μαδήσω, αόρ.: μάδησα, παθ.φωνή: μαδιέμαι, μτχ.π.π.: μαδημένος

  1. αφαιρώ τραβώντας τις τρίχες από μαλλιά ή γένια
  2. αφαιρώ τα φτερά από πουλί, το ξεπουπουλιάζω
  3. (κατ' αναλογία) αφαιρώ τα φύλλα από κλαδί, τα πέταλα από λουλούδι
  4. (αμετάβατο) πέφτω (για τρίχες, πούπουλα, πέταλα)
  5. (αργκό) παίρνω από κάποιον όλα του τα λεφτά
    πήγε να παίξει χαρτιά και έπεσε πάνω σε κάτι ααετονύχηδες που τονε μαδήσανε

  Μεταφράσεις

επεξεργασία