μαδώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαδώ < (ελληνιστική κοινή) μαδάω, -ῶ (πέφτω (για μαλλιά), είμαι φαλακρός)
Ρήμα
επεξεργασίαμαδώ, πρτ.: μαδούσα, στ.μέλλ.: θα μαδήσω, αόρ.: μάδησα, παθ.φωνή: μαδιέμαι, μτχ.π.π.: μαδημένος
- αφαιρώ τραβώντας τις τρίχες από μαλλιά ή γένια
- αφαιρώ τα φτερά από πουλί, το ξεπουπουλιάζω
- (κατ' αναλογία) αφαιρώ τα φύλλα από κλαδί, τα πέταλα από λουλούδι
- (αμετάβατο) πέφτω (για τρίχες, πούπουλα, πέταλα)
- (αργκό) παίρνω από κάποιον όλα του τα λεφτά
- πήγε να παίξει χαρτιά και έπεσε πάνω σε κάτι ααετονύχηδες που τονε μαδήσανε