pluck
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pluck | plucks |
pluck (en)
Συγγενικά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | pluck |
γ΄ ενικό ενεστώτα | plucks |
αόριστος | plucked |
παθητική μετοχή | plucked |
ενεργητική μετοχή | plucking |
pluck (en)
- αποσπώ κομμάτι
- τραβάω
- γλιτώνω κάποιον από κάτι
- νύσσω, χτυπάω χορδή μουσικού οργάνου
- → δείτε τη λέξη shred (χτυπάω, κοπανάω χορδή οργάνου)
- μαδάω, ξεπουπουλιάζω
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- pluck - Oxford Learner's Dictionaries
- pluck - Cambridge Dictionary online