Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pluck plucks

pluck (en)

  1. θάρρος, κουράγιο
  2. απότομο τράβηγμα

Συγγενικά

επεξεργασία
ενεστώτας pluck
γ΄ ενικό ενεστώτα plucks
αόριστος plucked
παθητική μετοχή plucked
ενεργητική μετοχή plucking

pluck (en)

  1. αποσπώ κομμάτι
  2. τραβάω
  3. γλιτώνω κάποιον από κάτι
  4. νύσσω, χτυπάω χορδή μουσικού οργάνου
    • → δείτε τη λέξη shred (χτυπάω, κοπανάω χορδή οργάνου)
  5. μαδάω, ξεπουπουλιάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία