κείρομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κείρομαι < παθητική φωνή του ρήματος κείρω < αρχαία ελληνική κείρομαι
Ρήμα επεξεργασία
κείρομαι, μέλλοντας θα καρώ, αόριστος εκάρην, μετοχή παρακειμένου κεκαρμένος
- κουρεύομαι
- γίνομαι μοναχός
- Θα καρώ Μοναχός των θαλερών πραγμάτων (Οδυσσέα Ελύτη, Άξιον Εστί, ια΄)
Μεταφράσεις επεξεργασία
κείρομαι
|