tonsure
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtonsure (en) ενικός
tonsures (en) πληθυντικός
- τονσούρα, ξυρισμένο τμήμα κεφαλής μοναχού
- τεχνική αφιερωματικού ξυρίσματος και αφιερωματική κόμμωση
- διαδικασία: το μερικό ή πλήρες ξύρισμα της κεφαλής για ιερό ή ιερατικό σκοπό
- κατηγορία κόμμωσης: τύπος ονομασία αυτού του τύπου κόμμωσης
Ρήμα
επεξεργασίαtonsure (en)
- ξυρίζω τμήμα της ή όλη την κεφαλή για ιερό (πχ. τάμα) ή ιερατικό σκοπό (πχ. ταγματικό τυπικό)