πρέμνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρέμνο | τα | πρέμνα |
γενική | του | πρέμνου | των | πρέμνων |
αιτιατική | το | πρέμνο | τα | πρέμνα |
κλητική | πρέμνο | πρέμνα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρέμνο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρέμνον
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπρέμνο ουδέτερο
- (βοτανική) αυτό που απομένει στη γη μετά το κόψιμο ενός δέντρου, είτε το τμήμα του κορμού που μένει στο έδαφος είτε, συνήθως, ολόκληρο το υπόλοιπο (μαζί με τις ρίζες)
- (ταξινομία) γένος φυτών της οικογένειας των Βερβεριδών (Berberis)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .