Ετυμολογία

επεξεργασία

πρέμνον < άγνωστης ετυμολογίας. O Furnée το θεωρεί μορφή του 'πρυμνός' και επίσης θεωρεί τη λέξη προελληνική[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρέμνον ουδέτερο

  1. (βοτανική) πρέμνο
  2. βάση κίονα
    1. (μεταφορικά) θεμέλιο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Υποκοριστικά

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.