Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
stump stumps

stump (en)

  1. το κούτσουρο, το πρέμνο, το κάτω μέρος ενός δέντρου που έμεινε στο έδαφος αφού το υπόλοιπο έχει πέσει ή κοπεί
    ⮡  He sat on a stump.
    Κάθησε σ' ένα κούτσουρο.
  2. το κολοβό κομμάτι, το απομεινάρι
    ⮡  the stump of a pencil - το απομεινάρι ενός μολυβιού
  3. (μόνο ενικός, ανεπίσημο, ειδικά αμερικανικά αγγλικά) η προεκλογική περιοδεία, το γεγονός ότι ένας πολιτικός πηγαίνει σε διαφορετικά μέρη πριν από τις εκλογές και προσπαθεί να κερδίσει την υποστήριξη του κόσμου κάνοντας ομιλίες
    ⮡  on the stump - σε προεκλογική περιοδεία
ενεστώτας stump
γ΄ ενικό ενεστώτα stumps
αόριστος stumped
παθητική μετοχή stumped
ενεργητική μετοχή stumping

stump (en)

  1. (μεταβατικό, ανεπίσημο) πατάω, κολλάω κάποιον στον τοίχο, κάνω σε κάποιον μια ερώτηση που είναι πολύ δύσκολο για να απαντήσει ή να του δώσω ένα πρόβλημα που δεν μπορεί να λύσει
    ⮡  All the candidates were stumped by the second question.
    Όλοι οι υποψήφιοι την πάτησαν στη δεύτερη ερώτηση.
    ⮡  The problem stumped me.
    Το πρόβλημα με κόλλησε στον τοίχο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη confuse
  2. (αμετάβατο) περπατάω βαριά και άχαρα
    ⮡  He stumped up and down the room.
    Περπατούσα βαριά πάνω-κάτω στο δωμάτιο.
    ⮡  He stumped across the room in his boots.
    Διέσχισε το δωμάτιο βαριά με τις μπότες του.
     συνώνυμα: stomp
  3. (μεταβατικό & αμετάβατο, αμερικανική σημασία) κάνω περιοδεία βγάζοντας πολιτικούς λόγους, ταξιδεύω και κάνω πολιτικές ομιλίες, ειδικά πριν από εκλογές
    ⮡  He stumped all around the country.
    Έκανε σε όλη τη χώρα βγάζοντας λόγους.

Παράγωγα

επεξεργασία