Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας stump up
γ΄ ενικό ενεστώτα stumps up
αόριστος stumped up
παθητική μετοχή stumped up
ενεργητική μετοχή stumping up

  Ετυμολογία επεξεργασία

stump up < → δείτε τις λέξεις stump και up

  Ρήμα επεξεργασία

stump up (en)

  Πηγές επεξεργασία