stump up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | stump up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stumps up |
αόριστος | stumped up |
παθητική μετοχή | stumped up |
ενεργητική μετοχή | stumping up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαstump up (en)
- (βρετανικά αγγλικά, ανεπίσημο) πέφτω, πληρώνω χρήματα για κάτι