stomp
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | stomp |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stomps |
αόριστος | stomped |
παθητική μετοχή | stomped |
ενεργητική μετοχή | stomping |
Ρήμα
επεξεργασίαstomp (en)
Πηγές
επεξεργασία- stomp - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 688. ISBN 9780194325684., λήμμα: περιπατώ