Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρεμνοφυής η πρεμνοφυής το πρεμνοφυές
      γενική του πρεμνοφυούς* της πρεμνοφυούς του πρεμνοφυούς
    αιτιατική τον πρεμνοφυή την πρεμνοφυή το πρεμνοφυές
     κλητική πρεμνοφυή(ς) πρεμνοφυής πρεμνοφυές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρεμνοφυείς οι πρεμνοφυείς τα πρεμνοφυή
      γενική των πρεμνοφυών των πρεμνοφυών των πρεμνοφυών
    αιτιατική τους πρεμνοφυείς τις πρεμνοφυείς τα πρεμνοφυή
     κλητική πρεμνοφυείς πρεμνοφυείς πρεμνοφυή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρεμνοφυής < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

πρεμνοφυής, -ής, -ές

  Μεταφράσεις επεξεργασία