κουρτινόξυλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουρτινόξυλο ουδέτερο
- δοκάρι πάνω στο οποίο σέρνονται τα πιαστράκια από τα οποία κρέμεται η κουρτίνα
- ξύλο που καλύπτει το συρμό μέσα στον οποίο βρίσκονται τα πιαστράκια