Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουρτινόξυλο τα κουρτινόξυλα
      γενική του κουρτινόξυλου των κουρτινόξυλων
    αιτιατική το κουρτινόξυλο τα κουρτινόξυλα
     κλητική κουρτινόξυλο κουρτινόξυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
κουρτινόξυλο

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουρτινόξυλο < κουρτίνα + -ο- + ξύλο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουρτινόξυλο ουδέτερο

  1. δοκάρι πάνω στο οποίο σέρνονται τα πιαστράκια από τα οποία κρέμεται η κουρτίνα
     συνώνυμα: κουρτινόβεργα
  2. ξύλο που καλύπτει το συρμό μέσα στον οποίο βρίσκονται τα πιαστράκια

  Μεταφράσεις επεξεργασία