Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κουρτινόβεργα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κουρτινόβεργ
α
οι
κουρτινόβεργ
ες
γενική
της
κουρτινόβεργ
ας
των
κουρτινόβεργ
ων
αιτιατική
την
κουρτινόβεργ
α
τις
κουρτινόβεργ
ες
κλητική
κουρτινόβεργ
α
κουρτινόβεργ
ες
Κατηγορία
όπως «
αρθρίτιδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κουρτινόβεργα
<
κουρτίνα
+
-ο-
+
βέργα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κουρτινόβεργα
θηλυκό
βέργα
που τοποθετείται πάνω από
παράθυρο
, απ’ όπου κρεμιούνται οι
κουρτίνες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κουρτινόβεργα
γαλλικά
:
tringle
(fr)
à
(fr)
rideau
(fr)