ξυλόπνευμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξυλόπνευμα < ξύλο + -ο- + οινόπνευμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξυλόπνευμα ουδέτερο
- (χημεία) η ακαθάριστη μεθυλική αλκοόλη, που ονομάστηκε ξυλόπνευμα, επειδή απομονώθηκε για πρώτη φορά από το προϊόν της ξηράς απόσταξης ξύλου
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξυλόπνευμα