μεθανόλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεθανόλη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική methanol < methane < methyl < γερμανική Methyl < αρχαία ελληνική μέθυ + ὕλη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεθανόλη θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- μεθανόλη στη Βικιπαίδεια