Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκουπόξυλο τα σκουπόξυλα
      γενική του σκουπόξυλου των σκουπόξυλων
    αιτιατική το σκουπόξυλο τα σκουπόξυλα
     κλητική σκουπόξυλο σκουπόξυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
σκούπα απου στηρίζεται σε τοίχο από το σκουπόξυλό της

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκουπόξυλο < σκούπ(α) + -ό- + ξύλο[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /skuˈpo.ksi.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκου‐πό‐ξυ‐λο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκουπόξυλο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία