Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφρόξυλο < αφροξυλιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αφρόξυλο ουδέτερο

  1. το ξύλο της αφροξυλιάς
  2. (γενικότερα) μαλακό ξύλο

  Μεταφράσεις επεξεργασία