Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πατόξυλο τα πατόξυλα
      γενική του πατόξυλου των πατόξυλων
    αιτιατική το πατόξυλο τα πατόξυλα
     κλητική πατόξυλο πατόξυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατόξυλο < (αρχαία ελληνική) πάτ(ος) (πάτωμα) + -ό- + ξύλο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πατόξυλο ουδέτερο

  1. (αρχιτεκτονική, λαϊκότροπο) το πάτερο, το μεγάλο δοκάρι της στέγης
  2. ξύλινο χοντρό και επίμηκες σανίδι στον πάτο ενός βαρελιού ή κιβωτίου

  Μεταφράσεις επεξεργασία