Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξυλόκαρφο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Άλλες μορφές
1.3.2
Συνώνυμα
1.3.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ξυλόκαρφ
ο
τα
ξυλόκαρφ
α
γενική
του
ξυλόκαρφ
ου
των
ξυλόκαρφ
ων
αιτιατική
το
ξυλόκαρφ
ο
τα
ξυλόκαρφ
α
κλητική
ξυλόκαρφ
ο
ξυλόκαρφ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξυλόκαρφο
<
ξυλό-
καρφ(ί)
+
-ο
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ksiˈlo.kaɾ.fo
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
ξυ‐λό‐καρ‐φο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξυλόκαρφο
ουδέτερο
ξύλινο
καρφί
σύνδεσμος
των τμημάτων του
ξύλινου
σκελετού
του
πλοίου
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ξυλοκάρφι
Συνώνυμα
επεξεργασία
καβίλια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξυλόκαρφο
αγγλικά
:
peg
(en)