καβίλια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καβίλια | οι | καβίλιες |
γενική | της | καβίλιας | — | |
αιτιατική | την | καβίλια | τις | καβίλιες |
κλητική | καβίλια | καβίλιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καβίλια < (άμεσο δάνειο) ιταλική caviglia
Ουσιαστικό επεξεργασία
καβίλια θηλυκό
- γενική ονομασία κυλινδρικών εξαρτημάτων, συνήθως μικρών, που χρησιμοποιούνται για σταθεροποίηση τοποθετούμενα σε κατάλληλη τρύπα ή σε αντίστοιχες τρύπες δύο διαφορετικών εξαρτημάτων
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) αιχμηρό εργαλείο που χρησιμοποιείται για να ανοίγουν τρύπες σε πανιά ή δέρματα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καβίλια
|