Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καβίλια οι καβίλιες
      γενική της καβίλιας
    αιτιατική την καβίλια τις καβίλιες
     κλητική καβίλια καβίλιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καβίλια < (άμεσο δάνειο) ιταλική caviglia

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καβίλια θηλυκό

  1. γενική ονομασία κυλινδρικών εξαρτημάτων, συνήθως μικρών, που χρησιμοποιούνται για σταθεροποίηση τοποθετούμενα σε κατάλληλη τρύπα ή σε αντίστοιχες τρύπες δύο διαφορετικών εξαρτημάτων
     συνώνυμα: ξυλόκαρφο
  2. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) αιχμηρό εργαλείο που χρησιμοποιείται για να ανοίγουν τρύπες σε πανιά ή δέρματα
     συνώνυμα: κέστρα, σουβλί

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία