ενικός         πληθυντικός  
peg pegs
ΔΦΑ : /ˈpɛɡ/


Ουσιαστικό

επεξεργασία

peg (en)

  1. (το) μανταλάκι
  2. (η) προεξοχή της κρεμάστρας
  3. (ο) ξυλόπιρος· ο ξύλινος πίρος
  4. (ο) ξυλόπιρος μαρκαρίσματος μέτρησης· μικρό ραβδάκι καρφωμένο στον τοίχο που μαρκάρει ύψος (κάποιες φορές υπάρχουν υποδοχές, άλλες απαιτείται κάρφωμα)
  5. (το) πασσαλάκι· ο μικρός πάσσαλος· (ο) πάσσαλος στήριξης (για οτιδήποτε)
  6. (μεταφορικά) θέμα ή πτυχή θέματος που επιμηκύνει μία συζήτηση
  7. (οικονομικά) μεταβλητό σημείο μαρκαρίσματος ή ισοτιμίας

peg (en)

  1. μαρκάρω
  2. κρεμώ, κρεμάω
  3. peg (something): σταθεροποιώ κάτι
  4. κλειδώνω ισοτιμία
  5. κολλάω ρετσινιά (σε κάποιον)