↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαγιόξυλο τα μαγιόξυλα
      γενική του μαγιόξυλου των μαγιόξυλων
    αιτιατική το μαγιόξυλο τα μαγιόξυλα
     κλητική μαγιόξυλο μαγιόξυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαγιόξυλο < Μά(ης), θέμα Μαγι- όπως στο Μαγιού με συνίζηση και συμφωνοποίηση (τροπή του [i] > [ʝ]) [1] και επίδραση και της λέξης μάγια + -ό- + ξύλο [2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /maˈʝo.ksi.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐γιό‐ξυ‐λο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαγιόξυλο ουδέτερο

  1. ξύλο (ή ένα πράσινο κλαδί) στολισμένο με λουλούδια (που περιφέρεται από παιδιά την παραμονή ή ανήμερα της Πρωτομαγιάς)
     συνώνυμα: μαγιάτικο στεφάνι
  2. (οικείο) το ανδρικό μόριο, το πέος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. λήμμα «μαγιάτικο» Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. μαγιόξυλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας