Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαγιάτικος η μαγιάτικη το μαγιάτικο
      γενική του μαγιάτικου της μαγιάτικης του μαγιάτικου
    αιτιατική τον μαγιάτικο τη μαγιάτικη το μαγιάτικο
     κλητική μαγιάτικε μαγιάτικη μαγιάτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαγιάτικοι οι μαγιάτικες τα μαγιάτικα
      γενική των μαγιάτικων των μαγιάτικων των μαγιάτικων
    αιτιατική τους μαγιάτικους τις μαγιάτικες τα μαγιάτικα
     κλητική μαγιάτικοι μαγιάτικες μαγιάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαγιάτικος < Μά(ης) + -ιάτικος με τροπή [i] > [ʝ][1] (συνίζηση και συμφωνοποίηση[2]) Δείτε και τη γενική ενικού Μαγιού

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /maˈʝa.ti.kos/

  Επίθετο επεξεργασία

μαγιάτικος, -η, -ο

  1. που γίνεται κατά τον Μάιο
  2. σχετικός με τον Μάιο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. μαγιάτικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.