μαγιάτικος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μαγιάτικος < Μά(ης) + -ιάτικος με τροπή [i] > [ʝ][1] (συνίζηση και συμφωνοποίηση[2]) Δείτε και τη γενική ενικού Μαγιού
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /maˈʝa.ti.kos/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
μαγιάτικος, -η, -ο
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- γεναριάτικος
- φεβρουαριανός / φεβρουαριάτικος / φλεβαριάτικος
- μαρτιάτικος
- απριλιανός / απριλιάτικος
- ιουνιανός
- ιουλιανός
- αυγουστιανός / αυγουστιάτικος
- σεπτεμβριανός / σεπτεμβριάτικος
- οκτωβριανός / (οικείο) οκτωβριάτικος
- νοεμβριανός / (οικείο) νοεμβριάτικος
- δεκεμβριανός / δεκεμβριάτικος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «μαγιάτικος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.