Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιουνιανός η ιουνιανή το ιουνιανό
      γενική του ιουνιανού της ιουνιανής του ιουνιανού
    αιτιατική τον ιουνιανό την ιουνιανή το ιουνιανό
     κλητική ιουνιανέ ιουνιανή ιουνιανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιουνιανοί οι ιουνιανές τα ιουνιανά
      γενική των ιουνιανών των ιουνιανών των ιουνιανών
    αιτιατική τους ιουνιανούς τις ιουνιανές τα ιουνιανά
     κλητική ιουνιανοί ιουνιανές ιουνιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιουνιανός < Ιούνι(ος) + -ανός

  Επίθετο επεξεργασία

ιουνιανός, -ή, -ό

  1. που συμβαίνει κατά τον Ιούνιο
  2. σχετικός με τον Ιούνιο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία