Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεπτεμβριανός η σεπτεμβριανή το σεπτεμβριανό
      γενική του σεπτεμβριανού της σεπτεμβριανής του σεπτεμβριανού
    αιτιατική τον σεπτεμβριανό τη σεπτεμβριανή το σεπτεμβριανό
     κλητική σεπτεμβριανέ σεπτεμβριανή σεπτεμβριανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεπτεμβριανοί οι σεπτεμβριανές τα σεπτεμβριανά
      γενική των σεπτεμβριανών των σεπτεμβριανών των σεπτεμβριανών
    αιτιατική τους σεπτεμβριανούς τις σεπτεμβριανές τα σεπτεμβριανά
     κλητική σεπτεμβριανοί σεπτεμβριανές σεπτεμβριανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεπτεμβριανός < Σεπτέμβρι(ος) + -ανός

  Επίθετο επεξεργασία

σεπτεμβριανός, -ή, -ό

  1. που συμβαίνει το Σεπτέμβριο
  2. σχετικός με το Σεπτέμβριο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία