σεπτεμβριάτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σεπτεμβριάτικος < Σεπτέμβρι(ος) + -άτικος
Επίθετο
επεξεργασία
σεπτεμβριάτικος, -η, -ο
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σεπτεμβριάτικος
→ δείτε τη λέξη σεπτεμβριανός |