απριλιάτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απριλιάτικος < Απρίλι(ος) + -άτικος
Επίθετο
επεξεργασίααπριλιάτικος, -η, -ο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- γεναριάτικος
- φεβρουαριανός / φεβρουαριάτικος / φλεβαριάτικος
- μαρτιάτικος
- μαγιάτικος
- ιουνιανός
- ιουλιανός
- αυγουστιανός / αυγουστιάτικος
- σεπτεμβριανός / σεπτεμβριάτικος
- οκτωβριανός
- νοεμβριανός
- δεκεμβριανός / δεκεμβριάτικος
Μεταφράσεις
επεξεργασία απριλιάτικος
→ δείτε τη λέξη απριλιανός |