οκτωβριανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οκτωβριανός < Οκτώβρι(ος) + -ανός
Επίθετο
επεξεργασίαοκτωβριανός, -ή, -ό
- που συμβαίνει κατά το μήνα Οκτώβριο
- η Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία έφερε στην εξουσία τους μπολσεβίκους
Δείτε επίσης
επεξεργασία- γεναριάτικος
- φεβρουαριανός / φεβρουαριάτικος / φλεβαριάτικος
- μαρτιάτικος
- απριλιανός / απριλιάτικος
- μαγιάτικος
- ιουνιανός
- ιουλιανός
- αυγουστιανός / αυγουστιάτικος
- σεπτεμβριανός / σεπτεμβριάτικος
- νοεμβριανός
- δεκεμβριανός / δεκεμβριάτικος