Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεκεμβριανός η δεκεμβριανή το δεκεμβριανό
      γενική του δεκεμβριανού της δεκεμβριανής του δεκεμβριανού
    αιτιατική τον δεκεμβριανό τη δεκεμβριανή το δεκεμβριανό
     κλητική δεκεμβριανέ δεκεμβριανή δεκεμβριανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεκεμβριανοί οι δεκεμβριανές τα δεκεμβριανά
      γενική των δεκεμβριανών των δεκεμβριανών των δεκεμβριανών
    αιτιατική τους δεκεμβριανούς τις δεκεμβριανές τα δεκεμβριανά
     κλητική δεκεμβριανοί δεκεμβριανές δεκεμβριανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεκεμβριανός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

δεκεμβριανός, -ή, -ό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία