Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

decembra < decembr(o) + -a

  Επίθετο επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική decembra decembraj
αιτιατική decembran decembrajn

decembra (eo)

  1. σχετικός με τον Δεκέμβριο, δεκεμβριανός, δεκεμβριάτικος
    la decembra numero de la revuo - το νούμερο του Δεκεμβρίου του περιοδικού