decembra
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- decembra < decembr(o) + -a
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | decembra | decembraj |
αιτιατική | decembran | decembrajn |
decembra (eo)
- σχετικός με τον Δεκέμβριο, δεκεμβριανός, δεκεμβριάτικος
- la decembra numero de la revuo - το νούμερο του Δεκεμβρίου του περιοδικού