Ετυμολογία

επεξεργασία
junia < Juni- + -a

  Επίθετο

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική junia juniaj
αιτιατική junian juniajn

junia (eo)

  1. σχετικός με τον Ιούνιο
    la junia numero de la revuo - το νούμερο του Ιουνίου του περιοδικού