Μαγιού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μαγιού < γενική ενικού του Μάης. Δείτε μαγιάτικος
Προφορά
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΜαγιού αρσενικό
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) γενική ενικού του Μάης
- ※ Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω (Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος)