μαγιάτικο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μαγιάτικο < ουδέτερο του μαγιάτικος < Μάιος < ελληνιστική κοινή Μάιος < λατινική Maius < Maia < αρχαία ελληνική Μαῖα (αντιδάνειο) < μαῖα < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *méh₂tēr
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μαγιάτικο ουδέτερο
- (ιχθυολογία) είδος ψαριού (που ψαρεύεται -συνήθως- τον Μάιο)
- (βοτανική) λουλούδι που ανθίζει τον Μάιο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μαγιάτικο
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
μαγιάτικο
- αρσενικό του μαγιάτικος, στην αιτιατική του ενικού
- ουδέτερο του μαγιάτικος, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού