maja
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | maja | majaj |
αιτιατική | majan | majajn |
maja (eo)
- σχετικός με τον Μάιο, μαγιάτικος
- la maja numero de la revuo - το νούμερο του Μαΐου του περιοδικού
Φινλανδικά (fi)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmaja (fi)