οκτωβριάτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οκτωβριάτικος < Οκτώβρι(ος) + -άτικος
Επίθετο
επεξεργασίαοκτωβριάτικος, -η, -ο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- γεναριάτικος
- φεβρουαριανός / φεβρουαριάτικος / φλεβαριάτικος
- μαρτιάτικος
- απριλιανός / απριλιάτικος
- μαγιάτικος
- ιουνιανός
- ιουλιανός
- αυγουστιανός / αυγουστιάτικος
- σεπτεμβριανός / σεπτεμβριάτικος
- νοεμβριανός / (οικείο) νοεμβριάτικος
- δεκεμβριανός / δεκεμβριάτικος
Μεταφράσεις
επεξεργασία οκτωβριάτικος
→ δείτε τη λέξη οκτωβριανός |