νοεμβριάτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νοεμβριάτικος < Νοέμβρι(ος) + -άτικος
Επίθετο επεξεργασία
νοεμβριάτικος, -η, -ο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- γεναριάτικος
- φεβρουαριανός / φεβρουαριάτικος / φλεβαριάτικος
- μαρτιάτικος
- απριλιανός / απριλιάτικος
- μαγιάτικος
- ιουνιανός
- ιουλιανός
- αυγουστιανός / αυγουστιάτικος
- σεπτεμβριανός / σεπτεμβριάτικος
- οκτωβριανός
- δεκεμβριανός / δεκεμβριάτικος
Μεταφράσεις επεξεργασία
νοεμβριάτικος
→ δείτε τη λέξη νοεμβριανός |