Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βρομόξυλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
βρομόσκυλο
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
βρομόξυλ
ο
τα
βρομόξυλ
α
γενική
του
βρομόξυλ
ου
των
βρομόξυλ
ων
αιτιατική
το
βρομόξυλ
ο
τα
βρομόξυλ
α
κλητική
βρομόξυλ
ο
βρομόξυλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βρομόξυλο
<
βρομό-
+
ξύλο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βρομόξυλο
ουδέτερο
(
οικείο
)
μεγάλο
ξυλοκόπημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βρομόξυλο
ισπανικά
:
paliza
(es)
,
tunda
(es)
,
zurra
(es)
πολωνικά
:
cięgi
(pl)
,
lanie
(pl)
,
wpieprz
(pl)