Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βρομόσκυλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
βρομόξυλο
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
βρομόσκυλ
ο
τα
βρομόσκυλ
α
γενική
του
βρομόσκυλ
ου
των
βρομόσκυλ
ων
αιτιατική
το
βρομόσκυλ
ο
τα
βρομόσκυλ
α
κλητική
βρομόσκυλ
ο
βρομόσκυλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βρομόσκυλο
<
βρομό-
+
σκυλί
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βρομόσκυλο
ουδέτερο
βρομερό
-και κακό-
σκυλί
≈
συνώνυμα
:
παλιόσκυλο
,
κοπρόσκυλο
(
μεταφορικά
)
αλήτης
,
παλιάνθρωπος
≈
συνώνυμα
:
παλιόσκυλο
,
κοπρόσκυλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βρομόσκυλο