βρομόσκυλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βρομόσκυλο ουδέτερο
- βρομερό -και κακό- σκυλί
- (μεταφορικά) αλήτης, παλιάνθρωπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βρομόσκυλο
|