Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παπαρδέλα οι παπαρδέλες
      γενική της παπαρδέλας των (παπαρδελών)
    αιτιατική την παπαρδέλα τις παπαρδέλες
     κλητική παπαρδέλα παπαρδέλες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παπαρδέλα < ιταλικά: pappardella (λαζάνι) (συνήθως πληθυντικός pappardelle: `λαζάνια΄)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παπαρδέλα θηλυκό

  1. ανοησία, φλυαρία
  2. ποπκόρν
  3. ζυμαρικό
  4. παπάρι, μειωτικά μαλακό και όχι σε στύση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία