παπαρδέλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παπαρδέλα < ιταλικά: pappardella (λαζάνι) (συνήθως πληθυντικός pappardelle: `λαζάνια΄)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαπαρδέλα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του παπαρδέλας