• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

παπαρδέλα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις
    • 1.3 Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παπαρδέλα οι παπαρδέλες
      γενική της παπαρδέλας των (παπαρδελών)
    αιτιατική την παπαρδέλα τις παπαρδέλες
     κλητική παπαρδέλα παπαρδέλες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
παπαρδέλα < ιταλικά: pappardella (λαζάνι) (συνήθως πληθυντικός pappardelle: `λαζάνια΄)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παπαρδέλα θηλυκό

  1. ανοησία, φλυαρία
  2. ποπκόρν
  3. ζυμαρικό
  4. παπάρι, μειωτικά μαλακό και όχι σε στύση

Συγγενικά

επεξεργασία
  • παπαρδέλας

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    παπαρδέλα
  • γαλλικά : sottise (fr), bêtise (fr)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία
  • γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του παπαρδέλας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=παπαρδέλα&oldid=7115755"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 20:53

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 20:53.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας