Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πεοθηλασμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πεοθηλασμ
ός
οι
πεοθηλασμ
οί
γενική
του
πεοθηλασμ
ού
των
πεοθηλασμ
ών
αιτιατική
τον
πεοθηλασμ
ό
τους
πεοθηλασμ
ούς
κλητική
πεοθηλασμ
έ
πεοθηλασμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πεοθηλασμός
<
πέος
+
θηλασμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πεοθηλασμός
αρσενικό
η σεξουαλική πρακτική του ερεθισμού του
πέους
με το στόμα, ο στοματικός
έρωτας
Συνώνυμα
επεξεργασία
πεολειξία
(χυδ)
πίπα
(χυδ)
τσιμπούκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πεοθηλασμός
δείτε τη λέξη
πεολειξία