φιστίκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φιστίκι | τα | φιστίκια |
γενική | του | φιστικιού | των | φιστικιών |
αιτιατική | το | φιστίκι | τα | φιστίκια |
κλητική | φιστίκι | φιστίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιστίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική fıstık < οθωμανική τουρκική فستق (fıstık) < αραβική فستق (fustuq) ή περσική فستق (fostoq, fostaq)
Ουσιαστικό επεξεργασία
φιστίκι ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
- φυστίκι
- φιστούτζ̌ι (κυπριακά)