φιστικί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fi.stiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐στι‐κί
- τονικό παρώνυμο: φιστίκι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
φιστικί άκλιτο
- άκλιτος τύπος του πορτοκαλής για όλα τα γένη