Pistacia vera, η φυστικιά.
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιστικιά οι φιστικιές
      γενική της φιστικιάς των φιστικιών
    αιτιατική τη φιστικιά τις φιστικιές
     κλητική φιστικιά φιστικιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
φιστικιά < φιστίκ(ι) + -ιά

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φιστικιά θηλυκό

  • (δέντρο) το καρποφόρο δέντρο το οποίο παράγει το φιστίκι (δέντρο που η καλλιέργειά του στην Ελλάδα εισήχθη μάλλον από την Περσία)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία