• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

φιστικοπώλης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
 προσχέδιο λήμματος: μπορείτε να βοηθήσετε επεκτείνοντάς το λήμμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φιστικοπώλης οι φιστικοπώλες
      γενική του φιστικοπώλη των φιστικοπωλών
    αιτιατική τον φιστικοπώλη τους φιστικοπώλες
     κλητική φιστικοπώλη φιστικοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
φιστικοπώλης < φιστίκ(ι) + -ο- + -πώλης

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φιστικοπώλης αρσενικό

  • (επάγγελμα) ο έμπορος φιστικιών, που πουλάει φιστίκια

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    φιστικοπώλης
  • τουρκικά : fıstıkçı (tr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=φιστικοπώλης&oldid=7111457"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 16:42

Γλώσσες

    • Türkçe
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 16:42.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας