peniso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- peniso < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | peniso | penisoj |
αιτιατική | penison | penisojn |
peniso (eo)
- το πέος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | peniso | penisoj |
αιτιατική | penison | penisojn |
peniso (eo)